Πώς η κλιματική κρίση επηρεάζει τον εγκέφαλό μας – Οι επιστήμονες αποκαλύπτουν
Η Γιόκο Νομούρα, όπως αναφέρει ο Guardian βρέθηκε στην καρδιά ενός φυσικού πειράματος. Πριν από το χρύπημα της Σάντι η Νομούρα που διδάσκει στο τμήμα ψυχολογίας του Queens College όπως και στο τμήμα ψυχολογίας της Ιατρικής Σχολής Icahn στο Mount Sinai είχε σχηματίσει μια ερευνητική ομάδα με εγκυμονούσες. Η έρευνά της για το «Άγχος στην Εγκυμοσύνη» είχε σαν στόχο από το 2009 να μελετήσει την πιθανή επίπτωση του προγεννητικού άγχους στα έμβρυα.
Βασιζόμενη στον εξελισσόμενο τομέα της επιγενετικής, η Νομούρα προσπάθησε να κατανοήσει τους τρόπους με τους οποίους οι περιβαλλοντικοί στρεσογόνοι παράγοντες θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλλαγές στη γονιδιακή έκφραση. Οι στρεσογόνοι παράγοντες ήταν ήδη γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων νευροσυμπεριφορικών καταστάσεων κατά την παιδική ηλικία, όπως ο αυτισμός, η σχιζοφρένεια και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Η Σάντι είχε σαν αποτέλεσμα να προκύψει ένα νέο επείγον ερώτημα. Κάποιες από τις γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν έγκυες όταν χτύπησε η υπερκαταιγίδα. Θέλησε να μάθει αν το προγεννητικό άγχος κατά τη διάρκεια ενός τυφώνα και η εμπειρία μιας τέτοιας καταστροφής είχε διαφορετικές επιπτώσεις στα παιδιά αυτά σε σχέση με τα παιδιά που γεννήθηκαν πριν από το φαινόμενο ή η σύλληψή τους έγινε μετά την Σάντι.
Περισσότερο από μια δεκαετία μετά έχει την απάντηση. Τα συμπεράσγματα αποκαλύπτουν μια ανισότητα που προκαλεί έκπληξη: Τα παιδιά που ήταν στην μήτρα κατά τη διάρκεια της καταιγίδας Σάντι έχουν έναν ασυνήθιστα υψηλό κίνδυνο ψυχιατρικών παθήσεων σήμερα.
Τι έδειξαν οι έρευνες
Για παράδειγμα, τα κορίτσια που εκτέθησαν στη Σάντι προγεννητικά παρουσίασαν 20πλάσια αύξηση του άγχους και 30πλάσια αύξηση της κατάθλιψης αργότερα στη ζωή τους σε σύγκριση με τα κορίτσια που δεν εκτέθηκαν.
Τα αγόρια είχαν 60πλάσιο και 20πλάσιο κίνδυνο εμφάνισης ΔΕΠΥ και διαταραχής συμπεριφοράς, αντίστοιχα. Τα παιδιά εμφάνισαν τα συμπτώματα ήδη από την προσχολική ηλικία.
«Τα ευρήματα μας είναι πολύ ανησυχητικά» έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη του 2022 αναφερόμενοι στα αρχικά τους συμπεράσματα. Αυτή δεν είναι μία φράση που συνήθως βρίσκει κανείς σε ακαδημαϊκές μελέτες.
Ωστόσο, η μελέτη της Νομούρα και των συνεργατών της αποτυπώνει τη νέα ιστορία της κλιματικής κρίσης, μία ιστορία που λέει ότι ένα κλίμα που αλλάζει δεν διαμορφώνει μόνο το περιβάλλον στο οποίο ζούμε.
Αντίθετα, η κλιματική κρίση προκαλεί ενστικτώδεις και απτές μεταμορφώσεις στους ίδιους τους εγκεφάλους μας. Καθώς ο κόσμος υφίσταται δραματικές περιβαλλοντικές αλλαγές, το ίδιο συμβαίνει και με το νευρολογικό μας τοπίο. Οι αλλαγές που προκαλούνται από τα ορυκτά καύσιμα – από την άνοδο της θερμοκρασίας έως τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα – μεταβάλλουν την υγεία του εγκεφάλου μας, επηρεάζοντας τα πάντα, από τη μνήμη και την εκτελεστική λειτουργία έως τη γλώσσα, τη διαμόρφωση της ταυτότητας, ακόμη και τη δομή του εγκεφάλου. Το βάρος της φύσης είναι βαρύ και πιέζει προς τα μέσα.
Η κλιματική αλλαγή και η ενδοοικογενειακή βία
Οι αποδείξεις έρχονται από μια σειρά από διαφορετικούς τομείς. Ψυχολόγοι και Συμπεριφορικοί Οικονομολόγοι έχουν αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους η αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί έκρηξη, από την ενδοοικογενειακή βία μέχρι τις διαδικτυακές εκφράσεις μίσους.
Ειδικοί στη γνωστική νευροεπιστήμη έχουν χαρτογραφήσει τις διαδρομές με τις οποίες η ακραία ζέστη και τα υψηλά επίπεδα CO2 επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων, μειώνουν τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων και βραχυκυκλώνουν την ικανότητά μας να μαθαίνουμε. Οι φορείς εγκεφαλικών ασθενειών, όπως τα τσιμπούρια και τα κουνούπια, βλέπουν τις περιοχές όπου ευδοκιμούν να διευρύνονται καθώς ο κόσμος θερμαίνεται.
Και όπως έχουν δείξει ερευνητές όπως η Nomura, δεν χρειάζεται να πάτε σε πόλεμο για να υποφέρετε από διαταραχή μετατραυματικού στρες: η βία ενός τυφώνα ή μιας πυρκαγιάς είναι αρκετή. Φαίνεται ότι, λόγω της επιγενετικής κληρονομικότητας, δεν χρειάζεται καν να έχετε γεννηθεί.
Όταν ο λόγος έρχεται στις επιπτώσεις στην υγεία της κλιματικής κρίσης η Μπουρτσίν Ικίζ, νευροεπιστήμονας στην φιλανθρωπική οργάνωση ψυχικής υγείας Baszucki Group σημειώνει: «Ξέρουμε τι συμβαίνει στο καρδιαγγειακό σύστημα, ξέρουμε τι συμβαίνει στο αναπνευστικό σύστημα, ξέρουμε τι συμβαίνει στο ανοσοποιητικό σύστημα. Αλλά δεν υπάρχει σχεδόν κανένα δεδομένο για την νευρολογία και την υγεία του εγκεφάλου».
Η Ικίζ, όπως και η Νομούρα, είναι μία από τους ειδικούς στη Νευροεπιστήμη η οποία αναζητά να συνδέσει τις κουκίδες μεταξύ της περιβαλλοντικής και νευρολογικής ευεξίας.
Κλιματολογική νευροεπιδημιολογία
Σε μία συλλογική προσπάθεια ο τομέας, που μπορούμε να αποκαλέσουμε κλιματολογική νευροεπιδημιολογία, είναι ακόμη στα σπάργανα. Ωστόσο, πολλά από τα αποτελέσματα που καταγράφουν οι εν λόγω ερευνητές φαίνονται διαισθητικά.
Ίσως έχετε παρατηρήσει ότι όταν ο καιρός ζεσταίνει το ίδιο γίνεται και με τις σκέψεις μας. Δεν πρόκειται για σύμπτωση. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2016 όταν στη Βοστόνη υπήρχε καύσωνας οι επιδημιολόγοι του Χάρβαρντ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι φοιτητές που ζούσαν σε κοιτώνες χωρίς air condition εκτελούσαν τα τυπικά γνωστικά τεστ πιο αργά από εκείνους που ζούσαν σε κοιτώνες όπου είχαν πρόσβασε σε κλιματισμό.
Τον Ιανουάριο του 2024, Κινέζοι οικονομολόγοι σημείωσαν ότι οι μαθητές που έδωσαν τεστ μαθηματικών σε ημέρες με θερμοκρασία άνω των 32 βαθμών Κελσίου έμοιαζαν να έχουν χάσει το ισοδύναμο ενός τετάρτου του έτους εκπαίδευσης, σε σχέση με τις ημέρες των τεστ στο εύρος των 22-24 βαθμών Κελσίου.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι ανόμοιες επιπτώσεις των ζεστών σχολικών ημερών – οι οποίες γίνονται δυσανάλογα αισθητές στις φτωχότερες σχολικές περιοχές χωρίς πρόσβαση σε κλιματισμό και στις οποίες κατοικούν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μη λευκών μαθητών – ευθύνονται περίπου για το 5% του φυλετικού χάσματος που υπάρχει στην επίδοση στις ΗΠΑ.
Η γνωστική απόδοση είναι η κορυφή του παγόβουνου. Μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι τα αισθήματα επιθετικότητας είναι πιο έντονα τις πιο ζεστές ημέρες. Σε όλους, ακόμη και στα ζώα.
Οι επιπτώσεις σε ανθρώπους και ζώα
Το είδος αραχνών Μαύρες Χήρες τείνουν πιο γρήγορα προς τον κανιβαλισμό των συγγενών τους κατά τη διάρκεια ζεστών ημερών. Οι πίθηκοι Rhesus ξεκινούν περισσότερους καυγάδες μεταξύ τους. Οι πίτσερ στο μπέιζμπολ είναι πιο πιθανό να χτυπήσουν επίτηδες τους παίκτες με τις ρίψεις τους καθώς οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν. Ακόμη οι εργαζόμενοι στην Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν περίπου 5% περισσότερα περιστατικά παρενόχλησης και διακρίσεων τις ημέρες με θερμοκρασία άνω των 32 βαθμών Κελσίου, σε σχέση με τις εύκρατες ημέρες.
Οι νευροεπιστήμονες επισημαίνουν μια σειρά από περιπτώσεις όπου η ακραία θερμότητα μπορεί να επιδράσει στη συμπεριφορά.
Το 2015, για παράδειγμα, Κορεάτες ερευνητές διαπίστωσαν ότι η θερμική καταπόνηση προκαλεί φλεγμονή στον ιππόκαμπο των ποντικών, μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι απαραίτητη για την αποθήκευση της μνήμης. Η ακραία θερμοκρασία μειώνει επίσης την επικοινωνία στους νευρώνες στο ψάρι ζέβρα, έναν οργανισμό που μελετάται τακτικά από επιστήμονες που ενδιαφέρονται για τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Το παράδειγμα της Φινλανδίας
Στον άνθρωπο, οι λειτουργικές συνδέσεις μεταξύ εγκεφαλικών περιοχών εμφανίζονται πιο τυχαίες σε υψηλότερες θερμοκρασίες. Με άλλα λόγια, η θερμότητα περιορίζει το βαθμό στον οποίο η εγκεφαλική δραστηριότητα εμφανίζεται συντονισμένη.
Στο μέτωπο της επιθετικότητας, Φινλανδοί ερευνητές σημείωσαν το 2017 ότι οι υψηλές θερμοκρασίες φαίνεται να καταστέλλουν τη λειτουργία της σεροτονίνης, περισσότερο σε άτομα που είχαν διαπράξει βίαια εγκλήματα. Για τους ανθρώπους αυτούς, τα επίπεδα στο αίμα μιας πρωτεΐνης μεταφορέα σεροτονίνης, που συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις εξωτερικές θερμοκρασίες, θα μπορούσαν να εξηγήσουν σχεδόν το 40% των διακυμάνσεων στο ποσοστό βίαιων εγκλημάτων της χώρας.
«Δεν σκεφτόμαστε τίποτα από όλα αυτά», λέει η Ικίζ. «Δεν προετοιμάζουμε τα συστήματα υγείας μας. Δεν κάνουμε τίποτα σε σχέση με την πρόληψη ή την προστασία».
Η συσχέτιση με τη νόσο Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον
Η Ικίζ ανησυχεί ιδιαίτερα για τις νευροεκφυλιστικές επιδράσεις της κλιματικής κρίσης. Εν μέρει, επειδή αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παρατεταμένη έκθεση στη ζέστη από μόνη της – συμπεριλαμβανομένης της αύξησης ενός μόνο βαθμού Κελσίου – μπορεί να ενεργοποιήσει ένα πλήθος βιοχημικών μονοπατιών που σχετίζονται με νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ και η νόσος του Πάρκινσον. Η ατμοσφαιρική ρύπανση κάνει το ίδιο πράγμα.
Έτσ, η συνεχιζόμενη καύση ορυκτών καυσίμων, είτε μέσω άμεσων είτε έμμεσων επιπτώσεων, σχετίζεται συχνά με την άνοια. Οι ερευνητές έχουν ήδη απεικονίσει τους τρόπους με τους οποίους οι νοσηλείες που σχετίζονται με την άνοια αυξάνονται με τη θερμοκρασία. Ο θερμότερος καιρός επιδεινώνει επίσης τα συμπτώματα του νευροεκφυλισμού.
Πριν από τη μετάβασή της στη φιλανθρωπία, η νευροεπιστημονική έρευνα της Ικίζ επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στους μηχανισμούς που διέπουν τη νευροεκφυλιστική ασθένεια αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS, γνωστή και ως νόσος του Lou Gehrig ή νόσος του κινητικού νευρώνα).
Σήμερα, επισημαίνει την έρευνα που υποδηλώνει ότι τα γαλαζοπράσινα φύκια, τα οποία ανθίζουν με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα υπό το μεταβαλλόμενο παγκόσμιο κλίμα, απελευθερώνουν μια ισχυρή νευροτοξίνη που προσφέρει μια από τις πιο πειστικές αιτιολογικές εξηγήσεις για τη συχνότητα εμφάνισης της μη γενετικής ALS. Οι επιδημιολόγοι έχουν, για παράδειγμα, εντοπίσει συστάδες περιπτώσεων ALS σε λίμνες γλυκού νερού που είναι επιρρεπείς σε άνθηση γαλαζοπράσινων φυκιών.
Γιατί είναι πιο ευάλωτα τα παιδιά
Είναι αυτό το κομμάτι της έρευνας που την ανησυχεί περισσότερο. Τα παιδιά αποτελούν έναν από τους πληθυσμούς που είναι πιο ευάλωτοι σε αυτούς τους παράγοντες κινδύνου, δεδομένου ότι οι εκθέσεις αυτές φαίνεται να επιδεινώνονται σωρευτικά κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου και οι νευροεκφυλιστικές ασθένειες τείνουν να εκδηλώνονται στα τελευταία χρόνια.
«Δεν συμβαίνει ξαφνικά», λέει η Ικίζ. «Τα χρόνια περνούν και μετά οι άνθρωποι εμφανίζουν αυτές τις ασθένειες. Αυτό είναι στην πραγματικότητα αυτό που με φοβίζει σε όλο αυτό το θέμα. Βλέπουμε έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση από τις πυρκαγιές. Βλέπουμε ακραία ζέστη. Βλέπουμε έκθεση σε νευροτοξίνες. Βρισκόμαστε και εμείς σε ένα πείραμα, με τον εγκέφαλο να εκτίθεται χρόνια σε πολλαπλές τοξίνες».
Άλλοι επιστήμονες που έχουν εντοπίσει αυτές τις χρόνιες εκθέσεις χρησιμοποιούν ανάλογη δραματική γλώσσα όπως η Νομούρα και η Ικίζ.
«Σημάδια της νόσου Αλτσχάιμερ εμφανίζονται σε βρέφη στην πόλη του Μεξικού και σε νεαρούς ενήλικες», είναι τμήμα μιας πρόσφατης μελέτης από τη Δρ. Lilian Calderón-Garcidueñas, μία τοξικολόγο η οποία ηγείται του εργαστηρίου περιβαλλοντικής νευροπρόληψης του Πανεπιστημίου της Μοντάνα. Οι ερευνητές μελέτησαν τη συμβολή της μόλυνσης του αέρα στις πόλεις και του όζοντος σε βιοδείκτες νευροεκφυλισμού και βρήκαν φυσικά χαρακτηριστικά της νόσου Αλτσχάιμερ σε 202 από τους 203 εγκεφάλους που εξέτασαν, από κατοίκους ηλικίας 11 μηνών έως 40 ετών. «Η νόσος Αλτσχάιμερ που ξεκινά από το εγκεφαλικό στέλεχος των μικρών παιδιών και επηρεάζει το 99,5% των νεαρών αστών αποτελεί σοβαρή κρίση υγείας», έγραψαν η Calderón-Garcidueñas και οι συνεργάτες της.
Αυτές οι νευροαναπτυξιακές προκλήσεις – οι επιπτώσεις της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στον αναπτυσσόμενο και βρεφικό εγκέφαλο – είναι ιδιαίτερα μεγάλες, δεδομένων των προγνώσεων για το κλίμα. Οι μικροί αρουραίοι που εκτίθενται στη μήτρα σε θερμότητα 40 βαθμών Κελσίου χάνουν τα αναπτυξιακά ορόσημα του εγκεφάλου. Η έκθεση στη θερμότητα κατά τη διάρκεια της νευροανάπτυξης σε ψάρια ζέβρα μεγενθύνει τις τοξικές επιδράσεις της έκθεσης σε μόλυβδο. Στους ανθρώπους, η έκθεση σε ακραία ζέστη κατά την πρώιμη εγκυμοσύνη συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο τα παιδιά να αναπτύξουν νευροψυχιατρικές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια και η ανορεξία. Είναι επίσης πιθανό ότι η νευροτοξίνη που προκαλεί την ALS να μπορεί να ταξιδέψει στον αέρα.
Φυσικά αυτές οι εκθέσεις αποκτούν σημασία αν κανείς φτάνει σε ηλικία στην οποία η νευρική σήψη έχει την ευκαιρία να εκδηλωθεί. Η νευροεκφυλιστική νόσος εμφανίζεται κυρίως σε μεσήλικες και ηλικιωμένους. Αλλά, από την άλλη πλευρά, η εγκεφαλοφάγος αμοιβάδα που είναι πιθανό να εξαπλωθεί ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης – η οποία είναι 97% θανατηφόρα και θα σκοτώσει κάποιον σε μια εβδομάδα – μολύνει κυρίως παιδιά που κολυμπούν σε λίμνες.
Τι επιδιώκουν οι επιστήμονες
Μία συντονισμένη προσπάθεια για την πλήρη κατονόηση και την εκτίμηση του νευρολογικού κόστους στην κλιματική κρίση δεν υπάρχει ακόμη. Η Ικίζ αγωνίζεται για να το διορθώσει. Την άνοιξη του 2024 θα γίνει η πρώτη συνάντηση ομάδας νευρολόγων και ειδικών στη μελέτη του πλανητική έρευνα υπό την αιγίδα του International Neuro Climate Working Group.
Στόχος είναι να συζητηθεί το πρόβλημα συνολικά και να αναζητηθούν μέτρα και προτάσεις προτού η κοινωνία βρεθεί στη μέση αλληλεπικαλυπτόμενων επιδημιών. Ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με τη νόσο Αλτσχάιμερ αναμένεται να τριπλασιαστεί μέχρι το 2050 λέει η Ικίζ χωρίς να λαμβάνεται υπόψην η κλιματική κρίση. «Αυτό με τρομάζει», λέει. «Επειδή το 2050 θα είμαστε: Είναι φοβερό, ας κάνουμε κάτι», προσθέτει. Αλλά θα είναι αργά για πολύ κόσμο.
«Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό τώρα, καθώς τα στοιχεία πολλαπλασιάζονται και έχουμε καλύτερη αντίληψη, να μιλάμε και να αναδεικνύουμε τέτοια ζητήματα», τονίζει. «Επειδή δεν θέλουμε να φτάσουμε σε ένα σημείο μη αναστρέψιμης βλάβης», προσθέτει.
Για τους νευροεπιστήμονες που εξετάζουν το κλιματικό πρόβλημα, η αποφυγή αυτού του σημείου μη επιστροφής συνεπάγεται επενδύσεις στην έρευνα για την ανθεκτικότητα σήμερα. Αλλά αυτή δεν είναι μια ιστορία κλιματικής ανησυχίας και ψυχικού σθένους. «Δεν μιλάω για ψυχολογική ανθεκτικότητα», λέει η Nomura. «Μιλάω για βιολογική ανθεκτικότητα», τονίζει.
Μία ερευνητική ατζέντα για την κλιματολογική νευροεπιδημιολογία πιθανότατα θα δημιουργήσει γέφυρες σε πολλαπλά πεδία και κλίμακες ανάλυσης. Θα συγχωνεύει γνώσεις από τη νευρολογία, τη νευροχημεία, την περιβαλλοντική επιστήμη, τη γνωστική νευροεπιστήμη και τη συμπεριφορική οικονομία- από τη μοριακή δυναμική έως τον μεμονωμένο εγκέφαλο και ολόκληρα οικοσυστήματα.
Η Νομούρα, για παράδειγμα, θέλει να κατανοήσει πώς οι εξωτερικές περιβαλλοντικές πιέσεις επηρεάζουν την υγεία του εγκεφάλου και τη γνωστική ανάπτυξη, ποιος είναι πιο ευάλωτος σε αυτές τις πιέσεις και πότε και ποιες προληπτικές στρατηγικές θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη νευρολογική ανθεκτικότητα έναντι των στρεσογόνων παραγόντων που προκαλούνται από το κλίμα. Άλλοι θέλουν να εκτιμήσουν αυτούς τους στρεσογόνους παράγοντες, ώστε οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να μπορούν εύκολα να τους ενσωματώσουν στις αναλύσεις κόστους-οφέλους των κλιματικών δράσεων.
Καταλύτης το άγχος
Για τη Νομούρα, όλα επιστρέφουν στο άγχος. Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, η προγεννητική έκθεση στο στρες μπορεί να είναι προστατευτική, λέει. «Είναι σαν εμβολιασμός, σωστά; Εκτίθεστε τεχνητά σε κάτι στη μήτρα και γίνεστε καλύτεροι στο χειρισμό του – εφόσον δεν είναι υπερβολικά τοξικό».
Το άγχος στην εγκυμοσύνη, με μέτρο, μπορεί ίσως να βοηθήσει στην ανοσοποίηση του εμβρύου έναντι των πιο επιβλαβών επιπτώσεων του άγχους αργότερα στη ζωή. «Όλοι όμως έχουν ένα σημείο ρήξης», λέει η ίδια.
Αναγνωρίζοντας αυτά τα σημεία είναι μία σημαντική πρόκληση για το έργο της Νομούρα. Πρόκειται για μία πρόκληση με αγκάθια καθώς είναι θέμα ερευνητικής ηθικής και ατμοσφαιρικής φυσικής και εκείνοι και οι συνεργάτες της δεν μπορούν να γεννήσουν ένα τυφώνα και επιλεκτικά να εκθέσουν σε αυτόν τις εγκυμονούσες. «Η ανθρώπινη έρευνα σε αυτόν τον τομέα εναι περιοσμένη. Δεν μπορούμε να εκτελέσουμε το χρυσό πρότυπο των τυχαίων κλινικών δοκιμών», λέει. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε. Πρέπει λοιπόν να εκμεταλλευτούμε αυτή τη φρικτή φυσική καταστροφή».
Οι επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας
Πρόσφατα, η Νομούρα και οι συνάδελφοί της άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους στις αναπτυξιακές επιδράσεις της θερμότητας. Θα εφαρμόσουν παρόμοιες μεθόδους με εκείνες που εφάρμοσαν για την κατανόηση των επιπτώσεων του τυφώνα Σάντι – δημιουργώντας φυσικές κοόρτες και καταγράφοντας τις αναπτυξιακές τροχιές για τις οποίες ενδιαφέρονται.
Το έργο προχωρά αναγκαστικά αργά, εν μέρει επειδή η έρευνα στον άνθρωπο περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρειάζονται περισσότερο χρόνο από ό,τι τα ζώα για να αναπτυχθούν. Οι αρουραίοι μεγαλώνουν πολύ γρήγορα και είναι σεξουαλικά ώριμοι περίπου σε έξι εβδομάδες, ενώ για τους ανθρώπους χρειάζεται περισσότερο από μια δεκαετία.
«Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο αυτή η διαχρονική μελέτη είναι πραγματικά σημαντική – και ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε απλώς να ξεκινήσουμε το ζήτημα αυτή τη στιγμή», λέει η Νομούρα. «Δεν μπορείτε να αγοράσετε χρόνο 10 ετών. Δεν μπορείτε να αγοράσετε χρόνο 12 ετών». Πρέπει να περιμένετε. Και έτσι περιμένει και μετράει, καθώς τα κύματα συνεχίζουν να σκάνε.